κοπροσκυλώ

κοπροσκυλώ
κοπροσκυλώ και κοπροσκυλάω και κοπροσκυλιάζω ζω σαν τα κοπρόσκυλα, περιφέρομαι άνεργος: Κοπροσκυλιάζει όλη την ημέρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοπροσκυλώ — άω βλ. κοπροσκυλιάζω …   Dictionary of Greek

  • κοπροσκυλιάζω — και κοπροσκυλώ, άω [κοπρόσκυλο] (για πρόσ.) είμαι κοπρίτης, περιφέρομαι σαν κοπρόσκυλο, είμαι τεμπέλης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”